εξαγγελία

εξαγγελία
η (AM ἐξαγγελία)
νεοελλ.
αναγγελία, γνωστοποίηση, είδηση, δήλωση
μσν.
1. διατύπωση («ἀνεῑπον... λαμβάνεται καὶ ἐπὶ ἐξαγγελίας χρησμῶν», θωμ. Μάγιστρ.)
2. εξομολόγηση
αρχ.
1. (για κατασκόπους) μετάδοση μυστικών αγγελιών στον εχθρό, κατάδοση («τοὺς μὲν ἄν συλλαμβάνοντες αὐτῶν κωλύοιεν τῶν ἐξαγγελιῶν», Ξεν.)
2. (για ύφος) απαγγελία, έκφραση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐξαγγελία — ἐξαγγελίᾱ , ἐξαγγελία secret information sent out fem nom/voc/acc dual ἐξαγγελίᾱ , ἐξαγγελία secret information sent out fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγγελίᾳ — ἐξαγγελίαι , ἐξαγγελία secret information sent out fem nom/voc pl ἐξαγγελίᾱͅ , ἐξαγγελία secret information sent out fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαγγελία — η αναγγελία, μετάδοση είδησης, γνωστοποίηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξαγγελίας — ἐξαγγελίᾱς , ἐξαγγελία secret information sent out fem acc pl ἐξαγγελίᾱς , ἐξαγγελία secret information sent out fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγγελίαν — ἐξαγγελίᾱν , ἐξαγγελία secret information sent out fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγγελιῶν — ἐξαγγελία secret information sent out fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άφεση — Το να αφήνει κανείς κάτι ελεύθερο. Επομένως ά. μπορεί να χαρακτηριστεί και η εκτίναξη, η εκκίνηση, η απαλλαγή και η συγχώρηση. Στους αρχαίους Έλληνες ά. έλεγαν το διαζύγιο, τον χωρισμό. Στη στρατιωτική ορολογία ά. είναι η απομάκρυνση από τη… …   Dictionary of Greek

  • εξάγγελμα — ἐξάγγελμα, το (Μ) εξάγγελσις*, εξαγγελία …   Dictionary of Greek

  • εξάγγελσις — ἐξάγγελσις, η (Α) εξάγγελμα*, εξαγγελία, έκθεση …   Dictionary of Greek

  • εξαγγελτήριος — ο και α, ο (AM ἐξαγγελτήριος, ον) εξαγγελτικός*, αυτός που μεταδίδει αγγελία ή αρμόδιος για εξαγγελία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”