ἐξαγγελία — ἐξαγγελίᾱ , ἐξαγγελία secret information sent out fem nom/voc/acc dual ἐξαγγελίᾱ , ἐξαγγελία secret information sent out fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγγελίᾳ — ἐξαγγελίαι , ἐξαγγελία secret information sent out fem nom/voc pl ἐξαγγελίᾱͅ , ἐξαγγελία secret information sent out fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαγγελία — η αναγγελία, μετάδοση είδησης, γνωστοποίηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξαγγελίας — ἐξαγγελίᾱς , ἐξαγγελία secret information sent out fem acc pl ἐξαγγελίᾱς , ἐξαγγελία secret information sent out fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγγελίαν — ἐξαγγελίᾱν , ἐξαγγελία secret information sent out fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγγελιῶν — ἐξαγγελία secret information sent out fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφεση — Το να αφήνει κανείς κάτι ελεύθερο. Επομένως ά. μπορεί να χαρακτηριστεί και η εκτίναξη, η εκκίνηση, η απαλλαγή και η συγχώρηση. Στους αρχαίους Έλληνες ά. έλεγαν το διαζύγιο, τον χωρισμό. Στη στρατιωτική ορολογία ά. είναι η απομάκρυνση από τη… … Dictionary of Greek
εξάγγελμα — ἐξάγγελμα, το (Μ) εξάγγελσις*, εξαγγελία … Dictionary of Greek
εξάγγελσις — ἐξάγγελσις, η (Α) εξάγγελμα*, εξαγγελία, έκθεση … Dictionary of Greek
εξαγγελτήριος — ο και α, ο (AM ἐξαγγελτήριος, ον) εξαγγελτικός*, αυτός που μεταδίδει αγγελία ή αρμόδιος για εξαγγελία … Dictionary of Greek